δημοσιογραφία

δημοσιογραφία
H συλλογή, η διασταύρωση, η επεξεργασία ειδήσεων και πληροφοριών και η δημοσιοποίησή τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ). H δ. αποτελεί σημαντικό τρόπο ενημέρωσης αλλά και διαφώτισης του κοινού. Η ελληνική δ. αναπτύχθηκε, στα πρώτα της βήματα, στο εξωτερικό. Από τους περισσότερους μελετητές της ιστορίας της, λίκνο της ελληνικής δ. θεωρείται η Βιέννη, όπου ο Ζακυνθινός λόγιος Γεώργιος Βεντότης τύπωσε την πρώτη ελληνική εφημερίδα. To γεγονός, ωστόσο, δεν είναι εξακριβωμένο, γι’ αυτό πολλοί θεωρούν ως πρώτη χρονολογικά εφημερίδα το έντυπο με τον τίτλο Εφημερίς, το πρώτο φύλλο της οποίας κυκλοφόρησε στις 31 Δεκεμβρίου 1790 στη Βιέννη από τους αδελφούς Μαρκίδες Πουλίου. Βλ. λ. εφημερίδα. Η έκδοση εφημερίδων ήταν το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη της δημοσιογραφίας. Στη φωτογραφία πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», η οποία κυκλοφόρησε μετά την πτώση της δικτατορίας και σήμερα είναι από τις πιο έγκυρες της χώρας μας (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
η
1. το έργο, το επάγγελμα, η δραστηριότητα τού δημοσιογράφου
2. το σύνολο τών δημοσιογραφικών οργάνων, οι εφημερίδες, ο Τύπος
3. ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στον Τύπο θέματα και γεγονότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Κ. Δόσιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημοσιογραφία — η 1. το επάγγελμα και το έργο του δημοσιογράφου: Από το σχολείο είχε αποφασίσει να σπουδάσει δημοσιογραφία. 2. το σύνολο των οργάνων της δημοσιογραφίας: Η ελληνική δημοσιογραφία επηρεάστηκε από τη μορφή του ξένου τύπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Γεώργιος — I (Αθήνα 1886 – 1951). Δημοσιογράφος και εκδότης. Γιος του λογογράφου Άγγελου Βλάχου (βλ. λ.), ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Διαδέχτηκε τον Κίμωνα Μιχαηλίδη ως εκδότης και διευθυντής του δεκαπενθήμερου περιοδικού… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Καλαποθάκης, Δημήτριος — (Αρεόπολη Λακωνίας 1862 – Μόναχο 1921). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο που ζούσε στον Βόλο ασχολήθηκε με τις εκδόσεις και τη συγγραφή. Ίδρυσε το περιοδικό… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος, Παύλος — Δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δημοσιογραφία στο Παρίσι. Εργάστηκε από το 1915 ως συντάκτης αθηναϊκών εφημερίδων. Το 1920 ίδρυσε την εφημερίδα Πατρίς της Κωνσταντινούπολης. Ο Π.Π. καλλιέργησε ιδιαίτερα το… …   Dictionary of Greek

  • Χάρα, Τακάσι — (1856 – 1921). Ιάπωνας πολιτικός, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αργότερα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία και το 1886 διορίστηκε επιτετραμμένος στο Παρίσι. Το 1892 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • αστράτευτος — η, ο (AM ἀστράτευτος, ον) [στρατεύω] 1. ο μη στρατευμένος, αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό 2. εκείνος που έχει εξαιρεθεί, που έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση της θητείας 3. όποιος δεν έχει υπηρετήσει στον στρατό μσν. νεοελλ. άπειρος, αδέξιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”